πεδιήρης

πεδιήρης
πεδῐήρης, ες,
A abounding in plains, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις (vulg. ἀμπεδιήρεις)

. . κελεύθους A.Pers.566

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεδιήρης — ῆρες, Α (για χώρες) αυτός που έχει άφθονες πεδιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + ήρης (I)*] …   Dictionary of Greek

  • πεδιήρεις — πεδιήρης abounding in plains masc/fem acc pl πεδιήρης abounding in plains masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”